-
1 Δώρος
-
2 Δῶρος
-
3 Δώροις
Δῶροςmasc dat pl -
4 Δώροισι
Δῶροςmasc dat pl (epic ionic aeolic) -
5 Δώροισιν
Δῶροςmasc dat pl (epic ionic aeolic) -
6 Δώρου
Δῶροςmasc gen sg -
7 Δώρων
Δῶροςmasc gen pl -
8 δῶρον 2
δῶρον 2.Grammatical information: n.Meaning: `breadth of the hand' (Nic., Miletos);Compounds: As second member in ἑκκαιδεκά-δωρος `sixteen hand (long)' (Δ 109), δεκά-δωρος (Hes. Op. 426), ὀρθό-δωρον `length of a hand' = `the distance between the root of the hand and the finger ends' (Poll., acc. to H. also = σπιθαμή).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: One compares Alb. dorë, (s. La Piana IF 58, 98; cf. on χείρ); further Celt., e. g. OIr. dorn, and Latv. dùre, dûris `fist', both with IE u, so probably unrelated. - Pok. 203.Page in Frisk: 1,431Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δῶρον 2
-
9 Δωρ'
-
10 Δῶρ'
-
11 Δώρον
-
12 Δῶρον
-
13 Δώροι'
Δώροιο, Δῶροςmasc gen sg (epic) -
14 Δώρω
-
15 Δώρῳ
-
16 αἰολόδωρος
αἰολό-δωρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰολόδωρος
-
17 βιόδωρος
βῐό-δωρος, ον,A life-giving,ἀμαχανίας ἄκος Pi.Pae.3.26
;νύμφαις.. ποταμοῦ παισίν β. A.Fr. 168
(hex.); (lyr.): in late Prose,γῆ Artem.2.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιόδωρος
-
18 βοτρυόδωρος
βοτρῠό-δωρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοτρυόδωρος
-
19 γλυκύδωρος
γλῠκύ-δωρος, ον,II γ. ἄγαλμα sweet gift brought in thy honour, B. 5.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυκύδωρος
-
20 δεκάδωρος
δεκά-δωρος, ον, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάδωρος
См. также в других словарях:
Δῶρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γενάρχης και επώνυμος ήρωας των Δωριέων. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Έλληνα και της νύμφης Ορσηίδας. Καταγόταν από τη Φθία της Θεσσαλίας και από εκεί έφτασε στην Iστιαιώτιδα και στη Δρυοπίδα, την οποία μετονόμασε… … Dictionary of Greek
Δῶρον — Δῶρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροις — Δῶρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροισι — Δῶρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροισιν — Δῶρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρου — Δῶρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρων — Δῶρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρῳ — Δῶρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόσδωρος — ον (Μ) θεοδώρητος· [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δωρος (αντί τού ορθτ. θεό δωρος) < θεός + δωρος (< δώρον, πρβλ. ζεί δωρος πολύ δωρος) προφανώς κατά το θεόσ δοτος*] … Dictionary of Greek
εύδωρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ερμή και της Πολυμήλης. Ήταν ένας από τους πέντε αρχηγούς των Μυρμιδόνων στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Πύραιχμο. II (1ος αι. π.Χ.). Αλεξανδρινός φιλόσοφος. Προσπάθησε να καταρτίσει ενιαίο φιλοσοφικό σύστημα… … Dictionary of Greek